λέβητας

λέβητας
ο (AM λέβης, -ητος)
μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.
β. «νηῶν δ' ἔκφερ' ἄεθλα, λέβητάς τε τρίποδάς τε», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(μηχανολ.) κλειστή συσκευή που τροφοδοτείται με νερό, το οποίο με διοχέτευση θερμότητας μετατρέπεται σε ατμό προοριζόμενο είτε για τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις, όπως για μαγειρεία, για κινητήρια δύναμη, αποστειρώσεις, κεντρικές θερμάνσεις κ.λπ., αλλ. ατμολέβητας
αρχ.
1. μαγκάλι, πύραυνο
2. επιγρ. νόμισμα που έφερε παράσταση λέβητα, χύτρας
3. ασημένια λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών ή τών χεριών τών φιλοξενουμένων πριν από το φαγητό («ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος νίψασθαι», Ομ. Οδ.)
4. λουτήρας, λουτρό, μπανιέρα
5. (στη Σπάρτη) είδος λεβητοειδούς τυμπάνου ή κυμβάλου που έκρουαν οι γυναίκες στις κηδείες τών βασιλέων
6. τεφροδόχος λάρνακα, κάλπη
7. αγγείο με σχήμα λεκάνης που βρισκόταν στην κορυφή τού ναού τού Διός στην Ολυμπία
8. αεραντλία
9. μικρή θήκη
10. λεκάνη για χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. προέρχεται από αμάρτυρο *λέβος (βλ. λεβηρίς [Ι]) + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. τάπης, -ητος) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσκολίες. Κατ' άλλους, η λ. είναι δάνεια.
ΠΑΡ. λεβητάριον
αρχ.
λεβητίζω, λεβήτιον, λεβητίσκος, λεβητώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. λεβητομανία
μσν.- νεοελλ.
λεβητοειδής
νεοελλ.
λεβητόλιθος, λεβητοποιός, λεβητοστάσιο. (Β' συνθετικό) αρχ. ιπνολέβης
νεοελλ.
ατμολέβης, τυρολέβης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λέβητας — ο καζάνι, συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα και παράγει ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέβητας — λέβης kettle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητας ή καζάνι — Συσκευή για θέρμανση υγρών ή παραγωγή ατμών· συνήθως, θερμαινόμενο υλικό είναι το νερό (υδρολέβητες) ή παράγονται υδρατμοί (ατμολέβητες). Η απαιτούμενη θερμότητα προέρχεται κυρίως από καύση (άνθρακα, πετρελαίου, αερίων) ή από μετατροπή ηλεκτρικής …   Dictionary of Greek

  • καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… …   Dictionary of Greek

  • τυρολέβητας — ο, Ν λέβητας που χρησιμοποιείται για την πήξη τού γάλακτος και την μετέπειτα κατεργασία τού τυροπήγματος, κν. τυροκάζανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + λέβητας] …   Dictionary of Greek

  • υδραυλωτός — ή, ό, Ν φρ. «υδραυλωτός λέβητας» τεχνολ. λέβητας με αυλούς στον οποίο θερμά αέρια κυκλοφορούν και περιβάλλουν τους αυλούς μέσα στους οποίους ρέει το προς θέρμανση νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αυλωτός (< αυλός)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • LEBES et LEBETA — LEBES, et LEBETA ex Graeco λίβης, ὅτι λέιβεται ὕδωρ εἰς αὐτὸν, quod aqua ei infundatur nomen accepit. Virg. Aen. l. 3. v. 466. Dodonaeosque lebetas. Ubi ollas aereas interpretatur Serv. Proprie vas quodcumque, in quod aqua defunditur. Gloss.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”